ταχσιλτάρης
(ουσ. αρσ.)
ταχσιλτάρης
[taxsilˈtaris]
Σινασσ.
ταχσιλάρης
[taxsiˈlaris]
Σινασσ.
Από το τουρκ. tahsildar = φοροεισπράκτορας. Ο τύπ. ταχσιλάρης με απλοπ. του συμφωνικού συμπλέγματος [lt] > [l].
Φοροεισπράκτορας
ό.π.τ.