ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταχσιλτάρης (ουσ. αρσ.) ταχσιλτάρης [taxsilˈtaris] Σινασσ. ταχσιλάρης [taxsiˈlaris] Σινασσ. Από το τουρκ. tahsildar = φοροεισπράκτορας. Ο τύπ. ταχσιλάρης με απλοπ. του συμφωνικού συμπλέγματος [lt] > [l].
Φοροεισπράκτορας ό.π.τ.