ταχουρτούς
(ουσ. ουδ.)
ταχουρτούς
[taxurˈtus]
Φάρασ.
τακιρτού
[takir'tu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. takırtı = ο ήχος που κάνει κάποιο ξηρό ή σκληρό αντικείμενο.
1. Θόρυβος
ό.π.τ.
2. Ποδοβολητό
Μαλακ.