ταχσίζω
(ρ.)
τ͑αχτσίζου
[tʰaxˈtsizu]
Σίλ.
Από το τουρκ. tahsis = κατανομή, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Λανθασμένη η πρόταση του Κωστάκη (1968: 85) ο οποίος ανάγει τη λ. στο τουρκ. ρ. dağıtmak = διανέμω, διαιρώ.