ταχταλούς
(επίθ.)
ταχταλούς
[taxtaˈlus]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
τ͑αχταλού
[tʰaxtaˈlu]
Ανακ., Μισθ., Φκόσ.
τάχταλου
[ˈtaxtalu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. tahtalı = α) ξύλινος β), διαλεκτ., ως ουσ., πρόχειρος εξώστης.
1. Είδος καφασωτού εξώστη στον γυναικωνίτη της εκκλησίας και συνεκδ. ο γυναικωνίτης
Ανακ., Μαλακ., Μισθ.
2. Είδος εξώστη στις επίπεδες στέγες των σπιτιών για τον ύπνο κατά το καλοκαίρι
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
3. Κάθε τι που έχει τη μορφή σανίδας
Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024