ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταχταλούς (επίθ.) ταχταλούς [taxtaˈlus] Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. τ͑αχταλού [tʰaxtaˈlu] Ανακ., Μισθ., Φκόσ. τάχταλου [ˈtaxtalu] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. tahtalı = α) ξύλινος β), διαλεκτ., ως ουσ., πρόχειρος εξώστης.
1. Είδος καφασωτού εξώστη στον γυναικωνίτη της εκκλησίας και συνεκδ. ο γυναικωνίτης Ανακ., Μαλακ., Μισθ.
2. Είδος εξώστη στις επίπεδες στέγες των σπιτιών για τον ύπνο κατά το καλοκαίρι Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
3. Κάθε τι που έχει τη μορφή σανίδας Μαλακ.