ταχταλούς
(επίθ.)
ταχταλούς
[taxtaˈlus]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
τ͑αχταλού
[tʰaxtaˈlu]
Ανακ., Μισθ., Φκόσ.
τάχταλου
[ˈtaxtalu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. tahtalı = α) ξύλινος β), διαλεκτ., ως ουσ., πρόχειρος εξώστης.
1. Είδος καφασωτού εξώστη στον γυναικωνίτη της εκκλησίας και συνεκδ. ο γυναικωνίτης
Ανακ., Μαλακ., Μισθ.
2. Είδος εξώστη στις επίπεδες στέγες των σπιτιών για τον ύπνο κατά το καλοκαίρι
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
3. Κάθε τι που έχει τη μορφή σανίδας
Μαλακ.