ταχύ
(επίρρ.)
ταχύ
[taˈçi]
Αραβαν., Γούρδ., Φλογ.
τασ̑ύ
[taˈʃi]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
τα΄ύ
[tai]
Τροχ., Φλογ.
Αρχ. επίρρ. ταχύ το οπ. από το ουδ. εν. του επιθ. ταχύς.
1. Σύντομα
Φλογ.
:
Ταχύ να με σάξουνε, και να με μάσ̑’νε σα qαbάχια μέσα, και να με φάνε
(σύντομα θα με σκοτώσουν και θα με γεμίσουν με κολοκύθια και θα με φάνε)
Φλογ.
-Dawk.
2. Αύριο, η επόμενη ημέρα
ό.π.τ.
:
Ταχύ σαbαχτάν
(αύριο το πρωί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ταχύ σαbαχντάν σηκώχη, και ηύρε λίρες
(την επόμενη μέρα το πρωί σηκώθηκε και βρήκε λίρες)
Γούρδ.
-Dawk.
Τασ̑ύ βαρή γιορτή ’ναι
(αύριο είναι μεγάλη γιορτή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τασ̑ύ να ’ρτείς
(αύριο να έρθεις)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ταχύ να σ̑ηκωρείς, να υπάς σο κάστρο
(αύριο να σηκωθείς να πας στο κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εδό το τανdούρ' ας στατεί λίγο, τασύ να έρτω και να το πάρω
(αυτό το ταντούρι ας μείνει λίγο, αύριο θα έρθω να το πάρω)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τ’ αλλ’ τασ̑ύ
(το άλλο αύριο˙ μεθαύριο)
Σινασσ., Ανακ.
-Αρχέλ.
Αύριο τ’ άλλο ταχύ
(αύριο το άλλο αύριο˙ ό,τι και η προηγ.)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τασ̑ύ ζαπαχτά
(αύριο το πρωί˙ ειρωνική φρ. για κάτι που δεν πρόκειται να γίνει)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τασ̑ύ κλάνει σε σ̑ιφώτης
(αύριο θα σε κλάσει ο καλικάντζαρος˙ εκφοβισμός σε παιδί που δεν ήθελε να πλυθεί την παραμονή των Φώτων )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Kάλαντα, καλημέρα, εγώ ήρτα σήμερα,
έλα κι εσύ τα'ύ να φας ένα χουλιάρ' φαΐ (Kάλαντα, καλημέρα, εγώ ήρθα σήμερα,
έλα κι εσύ αύριο να φας μιά κουταλιά φαΐ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. αύριο
έλα κι εσύ τα'ύ να φας ένα χουλιάρ' φαΐ (Kάλαντα, καλημέρα, εγώ ήρθα σήμερα,
έλα κι εσύ αύριο να φας μιά κουταλιά φαΐ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. αύριο