ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αύριο (επίρρ.) αύριο [ˈavrio] Ανακ. αύριου [ˈavriu] Μισθ., Σίλ. αύρι [ˈavri] Σίλ. αύριι [ˈavrii] Σίλ. αύριγι [ˈavriʝi] Σίλ. Από το αρχ. επίρρ. αὔριον. Ο τύπ. αύριι πιθ. αναλογ. προς άλλα χρον. επιρρήματα σε [i], π.χ. βράδυ (Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α', 249). Στην συνέχεια το διπλό -ιι είτε απλοποιήθηκε σε , με αποτέλεσμα το ήδη μεσν. αύρι, είτε η χασμωδία επιλύθηκε με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ʝ]. Ο τύπ. αύρι σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 72), καθώς και στις διαλ. Πόντ. Κ. Ιταλ.
Αύριο, την επόμενη ημέρα, την ημέρα που ακολουθεί μετά την σημερινή ό.π.τ. : Βαρή γιορτή έν' αύριο· 'γάλια θωρείτ', 'γάλια όργο φκιάιτ' (Αύριο είναι μεγάλη γιορτή· μη σκέφτεστε καμιά δουλειά, μην κάνετε καμιά δουλειά) Ανακ. -Cost. Αύριου Ντευτέρα να νταγαdίσουμ' (Αύριο Δευτέρα θα σκορπιστούμε (στον κάμπο για να μαζέψουμε χόρτα)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αβόψι να 'πόμ'νουμι 'ρώ, κι αύρι να υπάμι (Απόψε ας μείνουμε εδώ, και αύριο ας πάμε) Σίλ. -Dawk. Σ̑ήμερ' να νάρτ', αύρι σε υπάμι (Αν έρθει σήμερα, αύριο θα πάμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αύρι αβόπουρμα τσ̑ισκιάν σ'κώνιτι έρκανdα κι γκαλαdζ̑εύγει, κείνους σε ρήσ̑ει ντανά (Αύριο το πρωί όποιος από μας ξυπνήσει το ξημέρωμα και μιλήσει (πρώτος), εκείνος θα πάει να δέσει το μοσχάρι) Σίλ. -Dawk. Αύριου σε τσαλίσουμι ρυό τάσια όξινου γάλα (Αύριο θα πήξουμε δυό γαβάθες γιαούρτι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. αυγή :1, έρκεντεν, σάμπαχτα, ταχύ :2