ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Αυγερινός (ουσ. αρσ.) Αυγερινό [avʝeriˈno] Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. Αὐγερινός από το ουσιαστικοπ. επίθ. αὐγερινός = αυτός που εμφανίζεται την αυγή (με παράλειψη του ουσ. ἀστήρ, πβ. Ἀπόκοπ. 92 «αὐγερινὸς ἀστέρας». Το μεσν. επιθ. αὐγερινός από το ουσ. αὐγή αναλογ. προς τα νυχτερινός και εσπερινός.
Oνομασία του πλανήτη Aφροδίτη κατά την πρωινή του εμφάνιση, όταν λάμπει ως άστρο της αυγής ό.π.τ.