ατσελίδια
(επίρρ.)
ατσ̑ελίδια
[atʃeˈliðʝa]
Μαλακ.
Από το επίθ. ατσελές (θ. ατσελέδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ια.
Βιαστικά
Συνών.
ατσελές :2