ατσελές
(ουσ. αρσ.)
ατσ̑ελές
[atʃeˈles]
Φάρασ.
αdζελέ
[adzeˈle]
Σίλ.
Πληθ.
ατσ̑ελίδια
[atʃeˈliðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. acele = βιασύνη.
2. Ως επίρρ., βιαστικά
Μαλακ., Σίλ.
:
Μη πήγεις αdζελέ! ’γαλιά ’γαλιά σκάμα
(Μην πας βιαστικά! Σιγά σίγα πήγαινε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ατσελίδια