ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατσελές (ουσ. αρσ.) ατσ̑ελές [atʃeˈles] Φάρασ. αdζελέ [adzeˈle] Σίλ. Πληθ. ατσ̑ελίδια [atʃeˈliðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. acele = βιασύνη.
1. Βιασύνη Φάρασ. Συνών. γουβράημα, σπούδασμα :1, σπουδή :1, τελασέ
2. Ως επίρρ., βιαστικά Μαλακ., Σίλ. : Μη πήγεις αdζελέ! ’γαλιά ’γαλιά σκάμα (Μην πας βιαστικά! Σιγά σίγα πήγαινε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ατσελίδια