ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άτσαλος (επίθ.) άτσαλος [ˈatsalos] κ.α., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. επίθ. ἄτσαλος, απροσδιόριστης προέλευσης. Πβ. τις σχετικές συζητήσεις στα Caratzas (1951) και ΙΛΝΕ, λ. ἄτσαλος.
1. Αυτός που δεν έχει τάξη ως προς την εμφάνιση ή τα έργα του ό.π.τ. Συνών. ασκούτευτος
2. Άτακτος ό.π.τ. Συνών. αζγούνης :2, αρσίζης :2, εντεψίζης, ζιανκιάρ
3. Αισχρολόγος ό.π.τ.