άτσαλος
(επίθ.)
άτσαλος
[ˈatsalos]
κ.α., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. ἄτσαλος, απροσδιόριστης προέλευσης. Πβ. τις σχετικές συζητήσεις στα Caratzas (1951) και ΙΛΝΕ, λ. ἄτσαλος.
3. Αισχρολόγος
ό.π.τ.