άτσαλος
(επίθ.)
άτσαλος
[ˈatsalos]
κ.α., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. ἄτσαλος, απροσδιόριστης προέλευσης. Πβ. τις σχετικές συζητήσεις στα Caratzas (1951) και ΙΛΝΕ, λ. ἄτσαλος.
1. Αυτός που δεν έχει τάξη ως προς την εμφάνιση ή τα έργα του
ό.π.τ.
:
Ετό τίχαλο άτσαλο παίξιμο έν'!
(Πόσο άτσαλα χορεύει αυτή!)
Σινασσ.
Συνών.
ασκούτευτος
3. Αισχρολόγος
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025