ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίσι (επίθ.) πις [pis] Μισθ. πίσιν [ˈpisin] Φάρασ. π͑ίσι [ˈpʰisi] Τσουχούρ., Φάρασ. πίσης [ˈpisis] Σινασσ., Φάρασ. π͑ίσης [ˈpʰisis] Φάρασ. πίσου [ˈpisu] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. pis = βρώμικος. Ο τύπ. bίσι με ηχηροπ. [p] > [b].
1. Κακός, κακής ποιότητας ό.π.τ. : 'κατό χιλιάεις στρέμμαδα ηδούν, τσ̑όουν τσι καλό τόπους, τσ̑όουν τσι πίς (Εκατό χιλιάδες στρέμματα ήταν, ήταν και καλός τόπος, ήταν και κακός) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μη τα φας, πίσα 'εν̑ήκασ̑ι (Μην τα φας, χάλασαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τι πις κιργιάς ατό, αν δου πιάεις (Τι κακό κρέας είναι αυτό, αν το πιάσεις) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αχαμνός, κιοτού
2. Ηθικά κακός ό.π.τ. : Αδού είπι τα ά ναίκα ένι πίσι, τσ̑ό νι καό (Εδώ τους είπε μιά γυναίκα είναι κακιά, δεν είναι καλή) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ήτουνε πίσου νομάτη (Ήτανε κακός άνθρωπος) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. βρωμιάρης :2, κακός :1, μουρντάρης
β. Το ουδ. ως ουσ., το κακό Μισθ. : Πιο αψά είχιν ιτό δου πις (Πιο πριν είχε αυτό το κακό (ενν. ασθένεια) ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Άσχημος ό.π.τ. : Ιτά ναίκα τσείδι πις (αυτή η γυναίκα είναι άσχημη) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. περισάνι
4. Αισχρός ό.π.τ. Συνών. βρωμιάρης :2
5. Βρωμιάρης, βρώμικος ό.π.τ. : Μο το πίσιν το φίδι το βρωμιέρη, γκετσίμ' 'ίνεται; (Με το βρώμικο το φίδι το βρωμιάρικο, ζωή γίνεται;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Ο π͑ίσης τον π͑ίση ’γαπά (Ο βρωμιάρης τον βρωμιάρη αγαπά˙ Προτιμούμε να συναναστρεφόμαστε ανθρώπους με παρόμοιες ιδιότητες με τις δικές μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βρωμιάρης :1, γουνατζάχ, κιοτού, μποκλούς, μπουλασίκ :1, ρυπωριέρης