πιριόνι
(ουσ. ουδ.)
πιριόν'
[piˈrʝon]
Σινασσ.
πιριένι
[piˈrʝeni]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. πριόνιον, υποκορ. του αρχ. πρίων.
Πριόνι
Συνών.
μπισκί
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025