πιριόνι
(ουσ. ουδ.)
πιριόν'
[piʹrʝon]
Σινασσ.
πιριένι
[piˈrʝeni]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. πριόνιον, υποκορ. του αρχ. πρίων.
Πριόνι
Συνών.
μπισκί :2