ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίσα (επίρρ.) π͑ίσα [ˈpʰisa] Φάρασ. πίσ̑α [ˈpiʃa] Μισθ. Από το επίθ. πίσι, όπου και τύπ. π͑ίσι και π͑ίσης, και το παραγωγ. επίθμ..
1. Σιχαμερά, βρώμικα Φάρασ.
2. Άσχημα Μισθ. : Ντώκα πίσ̑α σου βριαχιόνι μ' (Χτύπησα άσχημα στον αγκώνα μου) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑όδι ζήιξαμ πίσ̑α (Τότε ζούσαμε άσχημα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Πίσ̑α μεγαλουμένου (Άσχημα μεγαλωμένος˙ κακοαναθρεμμένος) Μισθ. -Κοτσαν. Πίσ̑α ραμμένου (Άσχημα ραμμένο˙ κακοραμμένο) Μισθ. -Κοτσαν. Πίσ̑α αλουστίζου (Άσχημα συνηθίζω˙ αποκτώ άσχημες συνήθειες) Μισθ. -Κοτσαν. Έμαχαμ' πίσ̑α (Μάθαμε άσχημα˙ κακομάθαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πίσ̑α γκα̈τζιμλαντίζου (Άσχημα ζω˙ κακοπερνώ) Μισθ. -Κοτσαν.