πίσα
(επίρρ.)
π͑ίσα
[ˈpʰisa]
Φάρασ.
πίσ̑α
[ˈpiʃa]
Μισθ.
Από το επίθ. πίσι, όπου και τύπ. π͑ίσι και π͑ίσης, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Σιχαμερά, βρώμικα
Φάρασ.
2. Άσχημα
Μισθ.
:
Ντώκα πίσ̑α σου βριαχιόνι μ'
(Χτύπησα άσχημα στον αγκώνα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑όδι ζήιξαμ πίσ̑α
(Τότε ζούσαμε άσχημα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Πίσ̑α μεγαλουμένου
(Άσχημα μεγαλωμένος˙ κακοαναθρεμμένος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πίσ̑α ραμμένου
(Άσχημα ραμμένο˙ κακοραμμένο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πίσ̑α αλουστίζου
(Άσχημα συνηθίζω˙ αποκτώ άσχημες συνήθειες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έμαχαμ' πίσ̑α
(Μάθαμε άσχημα˙ κακομάθαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πίσ̑α γκα̈τζιμλαντίζου
(Άσχημα ζω˙ κακοπερνώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.