πιρίντζι
(ουσ. ουδ.)
πιρίνdζ̑ι
[piˈrindʒi]
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
π͑ιρίντσ̑'
[pʰiˈrintʃ]
Φάρασ.
πιρίσ̑'
[piˈriʃ]
Φλογ.
μπιρίντζ’
[biˈrindz]
Μισθ.
περίνdζι
[peˈrindzi]
Φάρασ.
πιλίντσ̑’
[piˈlintʃ]
Φλογ.
Αρσ.
πιρινdζ̑ής
[pirinˈdʒis]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. pirinç (< περσ. birinc) = ρύζι, όπου και διαλεκτ. τύπ. piriş και pirinc.
1. Ρύζι
ό.π.τ.
:
Είδεν ένα κορίτσ̑’ σα κορουφιές σωρόφ’ πιλίντσ̑’
(είδε ένα κορίτσι να μαζεύει ρύζι στις βουνοκορφές)
Φλογ.
-Dawk.
’έμωσεν τζ̑αι η ναίκα τη qάζα μο ντο πιρίνdζ̑ι
(και η γυναίκα γέμισε τη χήνα με το ρύζι)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσιπ τα γεμέκα φτέγκαντα μο το πλεγούρι: σαρμάδα, γεμωσμένα πιπέρα, πιλάφι, μιτσίκα κοφτέδα, δρα κοφτέδα, το πιρίντσι τσο κατέχκαν τα!
(Όλα τα φαγητά τα έφτιαγναν με πλιγούρι, ντολμάδες, πιπεριές γεμιστές, πιλάφι, κεφτέδες, κεφτεδάκια, το ρύζι δεν το ήξεραν!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Ότις αρατίζει το περίνdζι χάνει τσ̑αι του σπιτού το πελγούρι
(Όποιος επιζητεί το ρύζι χάνει και του σπιτιού το πληγούρι˙ Όποιος ζητάει τα πολλά χάνει και τα λίγα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Ρυζόγαλο
Μισθ., Φλογ.
:
Φέρ’ μι λίου μπιρίντζ’ να φάου
(φέρε μου λίγο ρυζόγαλο να φάω)
Μισθ.
-Κοτσαν.