ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίνημα (ουσ. ουδ.) πγίνημα [ˈpʝinima] Αξ. Από το ρ. πίνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Πιοτό : || Φρ. Τι 'ναι όαdαρ πγίνημα; (Τι είναι τόσο πιοτό;˙ Γιατί ήπιες τόσο πολύ;) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Κατάποση