πίνημα
(ουσ. ουδ.)
πγίνημα
[ˈpʝinima]
Αξ.
Από το ρ. πίνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Πιοτό
:
|| Φρ.
Τι 'ναι όαdαρ πγίνημα;
(Τι είναι τόσο πιοτό;˙ Γιατί ήπιες τόσο πολύ;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Κατάποση