ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίνω (ρ.) πίνω [ˈpino] Ανακ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. πίνου [ˈpinu] Σίλ. πγίνω [ˈpʝino] Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ. πγίνου [ˈpʝinu] Μισθ., Σίλ. πχίνω [ˈpçino] Αξ., Γούρδ. πσ̑ίνω [ˈpʃino] Αξ. πγαίνου [ˈpʝenu] Σίλ. πγινίσ̑κω [pʝiˈniʃko] Αραβαν. Παρατατ. πίνισ̑κα [ˈpiniʃka] Αραβαν., Αραβ., Τελμ., Τροχ. πίνισ̑γκα [ˈpiniʃga] Ουλαγ. πγίνισκα [ˈpʝiniska] Ποτάμ. ψ̑ίσ̑κα [ˈpʃiʃka] Αξ. πγαινινόντισκα [pʝeniʹnondiska] Σίλ. πίνκα [ˈpinka] Φάρασ. Αόρ. έπια ['epça] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φλογ. έπγια ['epʝa] Μαλακ., Σίλ. έπσ̑α ['epʃa] Αξ. έπα ['epa] Αφσάρ., Φάρασ. έba ['eba] Φάρασ. πίκα [ˈpika] Σίλ. πίνιξα [ˈpiniksa] Ανακ. Προστ. πιε [pçe] Γούρδ. πσ̑ε [pʃe] Αξ. έπου [ˈepu] Τσουχούρ. Από το αρχ. ρ. πίνω. Οι τύπ. από πγιν- αναλογ. από τον αόρ. έπια.
1. Πίνω ό.π.τ. : Πγένου νιαρό (πίνω νερό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τι σαάτ νι ιτό τσι πγίνεις γαϊφέ; (τι ώρα είναι και πίνεις καφέ;) Μισθ. -Κοτσαν. Και είχεν ένα πρόβατο, και ήλμεξέν ντο και δίνισ̑κέν ντο σο φσ̑άχ', και πίνισ̑κέν ντο (και είχε ένα πρόβατο, και άρμεξέ το, και συνήθιζε να το δίνει στο αγόρι και το ήπιε) Τελμ. -Dawk. Χ̇ερ ντο μέρα έροτον ένα φιχ· πίνισ̑γκε το γάλα, και σέκνισ̑γκε ένα λίρα (κάθε μέρα ένα φίδι συνήθιζε να έρχεται· έπινε το γάλα και άφηνε ένα χρυσό νόμισμα) Ουλαγ. -Dawk. 'φοdές τα πίνκε ο βασιλός (καθώς έπινε ο βασιλιάς) Φάρασ. -Dawk. Έφαγανι, έπανι, γερντίασανι σα μουράζα τουνι (έφαγαν, ήπιαν, εκπλήρωσαν τη μοίρα τους) Αφσάρ. -Dawk. Κι έπιεν και ντιρίλσεν (και ήπιε και συνήλθε) Τελμ. -Dawk. 'πότ' πγίν'νε δίνισ̑καν τοβάδια (Όταν πίνουνε έδιναν ευχές, δηλ. έκαναν προπόσεις) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ο νταγή Σεραφείμης μόνο κρασί πγίν' (Ο θειός Σεραφείμ μόνο κρασί πίνει) Σινασσ. -Τακαδόπ. Φά το φαΐ σου, έπου τσ̑αι το νερό σου (Φάε το φαΐ σου, πιές και το νερό σου) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πχίνε το καφέ τ'νε (Πίνουν τον καφέ τους) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. 'γώ έπα, συ μέτ'σες (Εγώ ήπια, εσύ μέθυσες˙ όταν άλλος είχε τη στενοχώρια και άλλος ήταν έτοιμος για καβγά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το καμήλι γαφϊάς τζ̑ο πίνει (Η καμήλα καφέ δεν πίνει˙ κάτι που δεν είναι εύκολο, δεν μπορούμε να το ζητάμε με τη βία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Για τσιγάρα, καπνίζω Μισθ. : Κάχουμι, πγίνου τσίγαρα (Κάθομαι, πίνω τσιγάρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.