πιρεπόλι
(ουσ. ουδ.)
πιρεπόλ'
[pireˈpol]
Καππ.
παραπούλι
[paraˈpuli]
Φάρασ.
μιραπόλ'
[miraˈpol]
Καππ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. pireboli, pirebolu αντιδάν. από το μεταγν. πρόπολις. Δεν ισχύει η ετυμολόγηση του Καρολίδη (1885: 195) ότι η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το αρμεν. meghr = μέλι. Βλ. Tietze (1955: 237).
Υπόλειμμα κεριού με το οποίο αλείφουν το νήματα
ό.π.τ.