πιπέρι
(ουσ. ουδ.)
πιπέριν
[piˈperin]
Σίλ.
πιπέρ'
[piper]
Αραβαν.
μπιbέρι
[biˈberi]
Σίλ.
πεπέρ'
[peˈper]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. πιπέριν (< αρχ. ουσ. πέπερι). Ο τύπ. πεπέρ’ από μεσν. τύπ. πεπέρι. Ο τύπ. bibέρι από τουρκ. biber.
1. Πιπέρι, καυστικό μπαχαρικό
ό.π.τ.
2. Μαύρη κηλίδα στο πρόσωπο
Αξ.
3. Πιπεριά
Μισθ., Φλογ.
:
Τρώισ̑καμ' όξ̑ινα πεπέρια
(Τρώγαμε ξινές πιπεριές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Dόμακα, αγγούρ', πεπέρ', πιπεριές δηλαδή, έκουψα απ' ντου μπαχτσέ
(Ντομάτα, αγγούρι, πιπέρια, πιπεριές δηλαδή, έκοψα απ' τον μπαχτσέ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.