ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιπέρι (ουσ. ουδ.) πιπέριν [piˈperin] Σίλ. πιπέρ' [piper] Αραβαν. μπιbέρι [biˈberi] Σίλ. πεπέρ' [peˈper] Αξ., Γούρδ., Μισθ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. πιπέριν (< αρχ. ουσ. πέπερι). Ο τύπ. πεπέρ’ από μεσν. τύπ. πεπέρι. Ο τύπ. bibέρι από τουρκ. biber.
1. Πιπέρι, καυστικό μπαχαρικό ό.π.τ.
2. Μαύρη κηλίδα στο πρόσωπο Αξ.
3. Πιπεριά Μισθ., Φλογ. : Τρώισ̑καμ' όξ̑ινα πεπέρια (Τρώγαμε ξινές πιπεριές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Dόμακα, αγγούρ', πεπέρ', πιπεριές δηλαδή, έκουψα απ' ντου μπαχτσέ (Ντομάτα, αγγούρι, πιπέρια, πιπεριές δηλαδή, έκοψα απ' τον μπαχτσέ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.