πιρμή
(σύνδ.)
πιρμή
[pirˈmi]
Φάρασ.
πίρμη
[ˈpirmi]
Ανακ., Αφσάρ., Φάρασ.
μπίρμης
[ˈbirmis]
Σίλ.
πίρμου
[ˈpirmu]
Φάρασ.
πορμή
[porˈmi]
Ανακ.
πουρμή
[pourˈmi]
Ανακ., Αραβαν.
πούρμη
[ˈpurmi]
Μαλακ., Τελμ.
προυμ'
[prum]
Αξ.
πιρνμήν
[ˈpirn ˈmin]
Σινασσ.
μπιρμή
[bir ˈmi]
Σίλ.
μπιρνή
[bir ˈni]
Σίλ.
μπιρινή
[biri ˈni]
Σίλ.
Από τον νεότ. σύνδ. πριμή, ο οπ. από συνεκφ. του χρον. συνδ. πριν και του αρνητ. μορ. μη. Βλ. και Λεξ. Κριαρ., λ. μηπρίν. Ο τύπ. πιρμή με μετάθ. του [r] και οι παροξύτονοι τύπ. με αναβιβασμό τόνου πιθανώς για ενίσχυση της δεικτ. λειτουργίας. Οι τύποι σε -ου ίσως αναλογ. προς το προτού. Το πιρν με μετάθ. του [r] του πριν. Οι τύποι με πουρ- με [i>u] από επίδρ. του [r]. Τύπ. προμή και Θράκ.
1. Πριν
ό.π.τ.
:
Πουρμή να μπει, να ανλατ-τiρdι̂́σ̑' το ντέρτι τ'
(Πριν να μπει, να λέει τον πόνο του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πούρμη να 'εννήσ̑', και λέχ'
(Πριν να γεννήσει, λέει)
Τελμ.
-Dawk.
Γρεύει να σι ιδεί πιρμή χαθεί
(Θέλει να σε δει πριν πεθάνει)
Φάρασ.
-Bağr.
Μπιρινή τσ̑η γουλτώσου, ρό πουρ' να νάρτου
(Πριν την τελειώσω, δεν μπορώ να έρθω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Πιρμή με δώσ' αν οκούτι, φορτών' ση ράσ̑η μου το πιθάρι
(Πριν να μου δώσεις μία συμβουλή, φορτώνεις στη ράχη μου το πιθάρι˙ για μία μικρή ευεργεσία που μας κάνουν, ζητούν να τους το πληρώσουμε με το παραπάνω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πούρμη να γεννηρεί το φεγγάρ', τσ̑ι ντε γεννιέται
(Πριν να γεννηθεί το φεγγάρι, τι δεν γεννιέται!˙ άγνωστο τι επιφυλάσσει η μοίρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Δώσ' μου την, πριν μην να σε χαλάσω
(Δώσ' μου την, πριν σου κάνω κακό)
Σινασσ.
-Παχτ.
Συνών.
δεν :4, όποτε :3, πριν, πριχού, προτού :1