ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιρμή (σύνδ.) πιρμή [pirˈmi] Φάρασ. πίρμη [ˈpirmi] Ανακ., Αφσάρ., Φάρασ. μπίρμης [ˈbirmis] Σίλ. πίρμου [ˈpirmu] Φάρασ. πορμή [porˈmi] Ανακ. πουρμή [pourˈmi] Ανακ., Αραβαν. πούρμη [ˈpurmi] Μαλακ., Τελμ. προυμ' [prum] Αξ. πιρνμήν [ˈpirn ˈmin] Σινασσ. μπιρμή [bir ˈmi] Σίλ. μπιρνή [bir ˈni] Σίλ. μπιρινή [biri ˈni] Σίλ. Από τον νεότ. σύνδ. πριμή, ο οπ. από συνεκφ. του χρον. συνδ. πριν και του αρνητ. μορ. μη. Βλ. και Λεξ. Κριαρ., λ. μηπρίν. Ο τύπ. πιρμή με μετάθ. του [r] και οι παροξύτονοι τύπ. με αναβιβασμό τόνου πιθανώς για ενίσχυση της δεικτ. λειτουργίας. Οι τύποι σε -ου ίσως αναλογ. προς το προτού. Το πιρν με μετάθ. του [r] του πριν. Οι τύποι με πουρ- με [i>u] από επίδρ. του [r]. Τύπ. προμή και Θράκ.
1. Πριν ό.π.τ. : Πουρμή να μπει, να ανλατ-τiρdι̂́σ̑' το ντέρτι τ' (Πριν να μπει, να λέει τον πόνο του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πούρμη να 'εννήσ̑', και λέχ' (Πριν να γεννήσει, λέει) Τελμ. -Dawk. Γρεύει να σι ιδεί πιρμή χαθεί (Θέλει να σε δει πριν πεθάνει) Φάρασ. -Bağr. Μπιρινή τσ̑η γουλτώσου, ρό πουρ' να νάρτου (Πριν την τελειώσω, δεν μπορώ να έρθω) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Πιρμή με δώσ' αν οκούτι, φορτών' ση ράσ̑η μου το πιθάρι (Πριν να μου δώσεις μία συμβουλή, φορτώνεις στη ράχη μου το πιθάρι˙ για μία μικρή ευεργεσία που μας κάνουν, ζητούν να τους το πληρώσουμε με το παραπάνω) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πούρμη να γεννηρεί το φεγγάρ', τσ̑ι ντε γεννιέται (Πριν να γεννηθεί το φεγγάρι, τι δεν γεννιέται!˙ άγνωστο τι επιφυλάσσει η μοίρα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Δώσ' μου την, πριν μην να σε χαλάσω (Δώσ' μου την, πριν σου κάνω κακό) Σινασσ. -Παχτ. Συνών. δεν :4, όποτε :3, πριν, πριχού, προτού :1
2. Χωρίς να Φάρασ. : Πιρμή καdζ̑έψουν (Χωρίς να μιλήσουν) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. δίχως, χωρίς