δίχως
(πρόθ.)
δίχως
[ˈðixos]
Ανακ.
δίκους
[ˈðikus]
Φάρασ.
δι-έχως
[ðiˈexos]
Φάρασ.
δεχούς
[ðeˈxus]
Φάρασ.
θεχούς
[θeˈxus]
Φάρασ.
θεούς
[θeˈus]
Φάρασ.
Μεσν. πρόθ. δίχως. Ο τύπ. δεχούς από μεσν. πρόθ. διχῶς (< αρχ. επίρρ. διχῶς = από δύο οδούς, διπλά).
Με γεν. ονόματος ή με βουλητική πρόταση, δίχως, χωρίς
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ηύρες χωρίος θεχούς στσ̑ύλου τσ̑αι νενgώθεις θεχούς ραβdού
(Βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί˙ Για εκείνους που κάνουν ότι θέλουν μόνο όταν δεν υπάρχει κάποιος να τους εκφοβίσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Θωρώ σε δεχούς φεράχι, πιαίνει με το μεράχι
(Σε βλέπω χωρίς ενδιαφέρον, με πιάνει το μεράκι)
-Λαμπρ.
Συνών.
πιρμή, χωρίς