διπλώνω
(ρ.)
διπλώνω
[ðiˈplono]
Γούρδ., Σινασσ.
ντιπλώνω
[diˈplono]
Αραβαν.
ντιπλώνου
[diˈplonu]
Μισθ., Τσαρικ.
τιπλώνω
[tiˈplono]
Φλογ.
διφκώνω
[ðifˈkono]
Φάρασ.
Παρατατ.
δίπλωνα
[ˈðiplona]
Γούρδ.
Αόρ.
δίπλωσα
[ˈðiplosa]
Γούρδ.
ντίπλουσα
[ˈdiplusa]
Μισθ.
Προστ.
ντίπλου
[ˈdiplu]
Μισθ.
Παθ.
διπλώνουμαι
[ðiˈplonume]
Γούρδ.
διπλούμαι
[ðiˈplume]
Σινασσ.
Αόρ.
διπλώχα
[ðiˈploxa]
Γούρδ.
Μτχ.
διπλωμένο
[ðiploˈmeno]
Γούρδ.
ντιπλωμένο
[diploˈmeno]
Αραβ.
Μεσν. ρ. διπλώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. διπλόω-ῶ.
2. Λυγίζω, κάμπτω
Σινασσ., Φάρασ.
:
Σταθείτε ορτά, μη διφκώνετε τη μέση σας!
(Σταθείτε ίσια, μη σκύβετε τη μέση σας!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Ασμ.
Μη σφίγγεις τα δακτύλια της, λιγνά 'ναι και διπλούνdαι
(Μη σφίγγεις τα δάχτυλά της, είναι λεπτά και θα λυγίσουν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γυρίζω :2, κλίνω