ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διπλώνω (ρ.) διπλώνω [ðiˈplono] Γούρδ., Σινασσ. ντιπλώνω [diˈplono] Αραβαν. ντιπλώνου [diˈplonu] Μισθ., Τσαρικ. τιπλώνω [tiˈplono] Φλογ. διφκώνω [ðifˈkono] Φάρασ. Παρατατ. δίπλωνα [ˈðiplona] Γούρδ. Αόρ. δίπλωσα [ˈðiplosa] Γούρδ. ντίπλουσα [ˈdiplusa] Μισθ. Προστ. ντίπλου [ˈdiplu] Μισθ. Παθ. διπλώνουμαι [ðiˈplonume] Γούρδ. διπλούμαι [ðiˈplume] Σινασσ. Αόρ. διπλώχα [ðiˈploxa] Γούρδ. Μτχ. διπλωμένο [ðiploˈmeno] Γούρδ. ντιπλωμένο [diploˈmeno] Αραβ. Μεσν. ρ. διπλώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. διπλόω-ῶ.
1. Διπλώνω ό.π.τ. : Ντίπλου ντα μανίτσ̑α σ' (Δίπλωσε τα μανίκια σου) Μισθ. -Κοτσαν. Ντίπλουσι, έρραψι (Δίπλωσε, έρραψε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Διπλώτε το ένα μούκα (Διπλώστε το λίγο) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γυρίζω :2, κλίνω
2. Λυγίζω, κάμπτω Σινασσ., Φάρασ. : Σταθείτε ορτά, μη διφκώνετε τη μέση σας! (Σταθείτε ίσια, μη σκύβετε τη μέση σας!) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Ασμ. Μη σφίγγεις τα δακτύλια της, λιγνά 'ναι και διπλούνdαι (Μη σφίγγεις τα δάχτυλά της, είναι λεπτά και θα λυγίσουν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γυρίζω :2, κλίνω