διπλός
(επίθ.)
διπλός
[ðiˈplos]
Σινασσ.
ντιπλός
[diˈplos]
Μισθ.
διπκός
[ðipˈkos]
Φάρασ.
διφκός
[ðifˈkos]
Φάρασ.
Μεσν. επίθ. διπλός το οπ. από το αρχ. επίθ. διπλοῦς.
Διπλός
ό.π.τ.
:
Ό,τι σ' έταξα διπλά και τριπλά θα σε τα δώκω
(Ό,τι σου έταξα διπλό και τριπλό θα σου το δώσω)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Μονάδιφκο τζό ’φτασε, διπκό σερματί-εται
(Μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται˙ για όποιον παθαίνει πολύ περισσότερη ζημιά απ’ ό,τι αν πρόσεχε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ντιπλό 'ν' τσ̑ι ντου ζουνάρ' του
(Διπλό είναι το ζωνάρι του· από τραγούδι του γάμου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
ικιλούς, τσιφτές