ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιφτές (ουσ. αρσ.) τσ̑ιφτέ [tʃiˈfte] Ανακ., Τροχ., Φλογ. τσιφτές [tsiˈftes] Φάρασ. τσ̑ιφτ͑α̈́ς [tʃiˈftʰæs] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. çifte = α) διπλός β) δίκαννο, γ) κλοτσιά.
1. Ώς επίθ., διπλός Ανακ. Συνών. διπλός, ικιλούς
2. Ως ουσ., δίκαννο Φάρασ., Φλογ. : Μες συραίνουν μο τον τσιφτέ (Μας πυροβολούν με το δίκαννο) Φάρασ. -Παπαδ. 'μεις είχαμε παλά τουφάνκε, τσιφτέδε (Εμείς είχαμ πλιά τουφέκια, δίκαννα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Καλεύ' ένα άλογο, παίρ' κι ένα τσ̑ιφτέ, κόφτ' δεσποτιού το στράτα (Καβαλάει ένα άλογο, παίρνει κι ένα δίκαννο, κόβει το δρόμο του δεσπότη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
3. Κλοτσιά Τροχ. : Το γαϊdούρ’ πολύ αρσίζ' ’νι, όλο κουνdά τσ̑ιφτέες (Το γαϊδούρι είναι πολύ ατίθασο, όλο ρίχει κλοτσιές) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555