τσιφτές
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ιφτέ
[tʃiˈfte]
Ανακ., Τροχ., Φλογ.
τσιφτές
[tsiˈftes]
Φάρασ.
τσ̑ιφτ͑α̈́ς
[tʃiˈftʰæs]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. çifte = α) διπλός β) δίκαννο, γ) κλοτσιά.
2. Ως ουσ., δίκαννο
Φάρασ., Φλογ.
:
Μες συραίνουν μο τον τσιφτέ
(Μας πυροβολούν με το δίκαννο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'μεις είχαμε παλά τουφάνκε, τσιφτέδε
(Εμείς είχαμ πλιά τουφέκια, δίκαννα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Καλεύ' ένα άλογο, παίρ' κι ένα τσ̑ιφτέ, κόφτ' δεσποτιού το στράτα
(Καβαλάει ένα άλογο, παίρνει κι ένα δίκαννο, κόβει το δρόμο του δεσπότη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Κλοτσιά
Τροχ.
:
Το γαϊdούρ’ πολύ αρσίζ' ’νι, όλο κουνdά τσ̑ιφτέες
(Το γαϊδούρι είναι πολύ ατίθασο, όλο ρίχει κλοτσιές)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555