τσιτσεκλής
(επίθ.)
τσ̑ιτσ̑ακλούς
[tʃitʃaˈklus]
Φάρασ.
τ͑σ̑ιτσ̑ακλού
[tʰʃitʃaˈklus]
Φάρασ.
τζ̑ιdζ̑ικλού
[dʒidʒiˈklu]
Φλογ.
Πληθ.
τ͑σ̑ιτσ̑ακλούσα
[tʰʃitʃaˈklusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. çiçekli = α) ανθισμένος β) ανθοστόλιστος.
Λουλουδάτος, πολύχρωμος
ό.π.τ.
:
Τζ̑ιdζ̑ικλού χουλιάρ'
(Πολύχρωμο κουτάλι)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αλατζάς :1