ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιτσεκλής (επίθ.) τσ̑ιτσ̑ακλούς [tʃitʃaˈklus] Φάρασ. τ͑σ̑ιτσ̑ακλού [tʰʃitʃaˈklus] Φάρασ. τζ̑ιτζ̑ικλού [dʒidʒiˈklu] Φλογ. τζ̑ιτζιλού [dʒidziˈlu] Μαλακ. Πληθ. τ͑σ̑ιτσ̑ακλούσα [tʰʃitʃaˈklusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. çiçekli = α) ανθισμένος β) ανθοστόλιστος, όπου και διαλεκτ. τύπ. cicikli και cicili = παρδαλός (THADS, λ. cicikli, cicili).
Λουλουδάτος, πολύχρωμος ό.π.τ. : Τζ̑ιτζ̑ικλού χουλιάρ' (Πολύχρωμο κουτάλι) Φλογ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αλατζάς