τσιτσέκι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιτσ̑έκ'
[tʃi'tʃek]
Δίλ., Μαλακ., Ουλαγ.
τσιτσέκ'
[tsi'tsek]
Σινασσ., Τροχ.
τσ̑ιτσ̑έτσ̑ι
[tʃi'tʃetʃi]
Μισθ.
τσ̑ιτσ̑έτσ'
[tʃi'tʃets]
Μισθ.
τσ̑ιτσ̑άκι
[tʃi'tʃaci]
Φάρασ.
τσιτσ̑άτσ'
[tsit'ʃats]
Μισθ.
τσιτσέρι
[tsi'tseri]
Σινασσ.
Γεν. Εν.
τσ̑ιτσ̑ακού
[tʃitʃaˈku]
Τσουχούρ.
Πληθ.
τσ̑ιτσ̑έκια
[tʃi'tʃeca]
Δίλ., Μαλακ., Ουλαγ.
τσ̑ιτσ̑έτσ̑α
[tʃi'tʃetʃa]
Μισθ.
τσ̑ιτσ̑άτσ̑α
[tʃi'tʃatʃa]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. τσιτσέκι = α) λουλούδι β) (μτφ.) κατεργάρης (Mackridge 2021: 148, 212), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çiçek = α) λουλούδι, άνθος β) ανθέμιο γ) ευλογιά, δ) άστατος και δύστροπος άνθρωπος (Redhouse) όπου και διαλεκτ. τύπ. çiçäk.
1. Λουλούδι
ό.π.τ.
:
Σώροψαμ' ένα πολλά τσ̑ιτσ̑έκια
(μαζέψαμε πάρα πολλά λουλούδια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντου τσ̑αλούϊ μας γιομώχην τσ̑ιτσ̑άτσ̑α
(το δέντρο μας γέμισε από άνθη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πατλάτσαν μπιαντιαμιού ντα τσ̑τσ̑άτσ̑α
(έσκασαν τα μπουμπούκια της αμυγδαλιάς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κουπώνουν ντα σου τσ̑ιτσ̑ακού τη ρίζα
(Χύνουν (ενν. το νερό) στην ρίζα του φυτού)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ασ' σα χωράφια σώροβαμ' τσ̑ιτσ̑έκια
(Από τα χωράφια μαζεύαμε λουλούδια)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Ηύρες καό τσ̑ιτσ̑άκι να πάρειζ άθος
(Βρήκες καλό λουλούδι να πάρεις μοσχοβολιά˙ Ειρωνικώς σε όποιους περίμεναν να πάρουν κάτι καλό από κάποιον που δεν θέλει να τους δώσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βασιλικὀς, γκιούλι, πούλουδο
β.
Κόσμημα, διακόσμηση σε σχήμα άνθους
Τροχ.
:
Το μαγμέρ' σκαλισμένο κειότουν, τσιτσέκια έισκεν
(Το μάρμαρο ήταν σκαλισμένο, είχε λουλούδια
)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
2. Είδος γαλακτοφόρου, δηλητηριώδους φυτού
Σινασσ.
3. Μεταδοτική εξανθηματική ασθένεια, όπως η ιλαρά και η ανεμοβλογιά
Μισθ.
Συνών.
αληθινούτσικος, κιζαμίκι
4. Σπόρος
Μισθ.
:
Γαμώ ντου τσ̑ιτσ̑έτσ̑ι σ'
(γαμώ τον σπόρο σου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
5. Άνθηση
Μισθ.
:
Απάνου στου τσ̑ιτσ̑έτσ'
(πάνω στην άνθηση)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Μτφ., εφηβική ακμή
Μισθ.