ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιζαμίκι (ουσ. ουδ.) γ̇ιζαμ-μούχ̇ι [ɣizamˈmuxi] Φάρασ. Πληθ. κιζαμίκια [cizaˈmica] Σίλατ. qι̂ζαμι̂́qια [qɯzaˈmɯqja] Μαλακ. κ͑ιζαμούχ̇ιa [kʰizamˈmuxʝa] Ανακ. γι̂ζαμι̂́χια [ɣɯzaˈmɯça] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. kızamık (< παλαιότ. ḳızlamuk) = ιλαρά.
Ιλαρά ό.π.τ. Συνών. αληθινούτσικος :2, τσιτσέκι
Τροποποιήθηκε: 19/12/2024