κιζαμίκι
(ουσ. ουδ.)
γ̇ιζαμ-μούχ̇ι
[ɣizamˈmuxi]
Φάρασ.
Πληθ.
κιζαμίκια
[cizaˈmica]
Σίλατ.
qι̂ζαμι̂́qια
[qɯzaˈmɯqja]
Μαλακ.
κ͑ιζαμούχ̇ιa
[kʰizamˈmuxʝa]
Ανακ.
γι̂ζαμι̂́χια
[ɣɯzaˈmɯça]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. kızamık (< παλαιότ. ḳızlamuk) = ιλαρά.