ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιάταν (επίρρ.) κιάταν [ˈcatan] Σίλ. κάταν [ˈkatan] Σίλ. Αγν. ετύμ. Πιθ. συνδέεται με το επίρρ. κιαν και την πρόθ. κατά με τις μεσν. σημ. 'όπως, όμοια με' (βλ. Λεξ. Κριαρ. λ. κατά 7β, 7γ).
Oμοιωματικό επίρρ., σαν, όπως : Να ήτα κι εγώ κάταν εσέ ντελιγανους (Να ήμουν κι εγώ σαν εσένα νέος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κάταν σινί (Σαν ταψί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κιάταν του γάιdαρου ανοίζ' ένα στόμα (Ανοίγει ένα στόμα σαν τον γάιδαρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έσ̑ει μιά σ̑έρια, κάταν τοκάτσ̑α (Έχει κάτι χέρια σαν κόπανους) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Κιάταν του σκούνdου αβλαντά μύγες (Σαν το σκύλο κυνηγάει μύγες˙ για αργόσχολους) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ως