κιαν
(μόρ.)
κιαν
[can]
Σίλ.
γκιαν
[ɟan]
Σίλ.
κια
[ca]
Σίλ.
καν
[kan]
Σίλ.
γκαν
[gan]
Σίλ.
Από την αρχ. φρ. καὶ ἂν > κἂν (αρχ.) ή κι ἂν (μεσν.) στην σημ. 1.
1. Αοριστολογικό μόρ.
:
Που καν σελήεις
(Οπουδήποτε θελήσεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Nάχαλα γκαν ντα σέλεις σε τα ποίσουμι
(Όπως τυχόν τα θέλεις θα τα κάνουμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑ον καν ψάλλου γροικώ τα
(Ό,τι κι αν διαβάσω το καταλαβαίνω)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Τσ̑ον καν του λαείς, ρε γροικά
(Ό,τι κι αν του λες, δεν καταλαβαίνει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πβ.
όσος, τις
2. Όταν
:
Κια σε 'πέσου, ρεν ανοίγου τσ̑η σύρα
(Όταν θα πέσω για ύπνο, δεν ανοίγω την πόρτα)
Σίλ.
-Cost.