ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιαν (μόρ.) κιαν [can] Σίλ. γκιαν [ɟan] Σίλ. κια [ca] Σίλ. καν [kan] Σίλ. γκαν [gan] Σίλ. Από την αρχ. φρ. καὶ ἂν > κἂν (αρχ.) ή κι ἂν (μεσν.) στην σημ. 1.
1. Αοριστολογικό μόρ. : Που καν σελήεις (Οπουδήποτε θελήσεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. Nάχαλα γκαν ντα σέλεις σε τα ποίσουμι (Όπως τυχόν τα θέλεις θα τα κάνουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑ον καν ψάλλου γροικώ τα (Ό,τι κι αν διαβάσω το καταλαβαίνω) Σίλ. -ΔΕΟ Τσ̑ον καν του λαείς, ρε γροικά (Ό,τι κι αν του λες, δεν καταλαβαίνει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. όσος, τις
2. Όταν : Κια σε 'πέσου, ρεν ανοίγου τσ̑η σύρα (Όταν θα πέσω για ύπνο, δεν ανοίγω την πόρτα) Σίλ. -Cost.