κεχριμπάρι
(ουσ. ουδ.)
κεχνιπάρι
[cexniˈpari]
Φάρασ.
κιαχνιπάρ
[caxniˈpar]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. κεχριμπάρι (πβ. Δαπόντ. Κῆπ. Χαρ. 7.303 «εἶναι κεχριμπαρένια, κίτρινο κεχριμπάρι»), το οπ. από το τουρκ. kehribar (< περσ. kah-rubā), όπου και διαλεκτ. τύπ. kehlibar.
Κεχριμπάρι, ήλεκτρο
ό.π.τ.