κεφινεύω
(ρ.)
κιαφινεύω
[cafiˈnevo]
Φερτάκ.
Από το ουσ. κεφίνι και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Σαβανώνω
:
Αν πεθάνει κάποιος, κλείνουμ' τα μάτια τ' και κιαφινεύουμ' το
(Αν πεθάνει κάποιος, του κλείνουμε τα μάτια και τον σαβανώνουμε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.