κεφαλόκκο
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουφαόκκο
[tʃufaˈoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κεφάλι, όπου και τύπ. τσ̑ουφάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.%i
Κεφαλάκι