κεφάλωμα
(ουσ. ουδ.)
κεφάλωμα
[ceˈfaloma]
Αξ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. κεφάλωμα (LBG), το οπ. από το ρ. κεφαλώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τοποθέτηση καύσιμης ύλης εντός του ταντουριού με τρόπο μεθοδικό ώστε να επιτυγχάνεται καλή και διαρκής καύση
ό.π.τ.