κεφίλης
(ουσ. αρσ.)
κεφίλης
[ceˈfilis]
Σινασσ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. κεφίλης (Mackridge 2021: 119), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. kefil = α) εγγυητής β) εγγύηση.
Εγγυητής
ό.π.τ.