κετσισαχάλ
(ουσ. ουδ.)
κετσ̑ίσαχαλ
[ceˈtʃisaxal]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. keçisakalı = γένι κατσίκας, το φυτό τραγοπώγων, ονομασία διαφόρων ποωδών φυτών.
Είδος φυτού που μοιάζει με ραδίκι