κετσελίκι
(ουσ. ουδ.)
κα̈τσ̑α̈λίκι
[kætʃæliˈci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. gecelik = διανυκτέρευση.
Διανυκτέρευση
Φάρασ.