κεσμούκι
(ουσ. ουδ.)
κεσμούκι
[ceˈzmuci]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kesmik = α) μυζήθρα β) σκύβαλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. kesmük (Tietze 2016, λ. kesmük/kesmik Ι).
Σκύβαλα, ό,τι απομένει από το λίχνισμα
ό.π.τ.
:
Κοστσινίσκαν ντα μο το δερμάτι να βκάουν το κεσμούκι
(Το κοσκίνιζαν με το μεγάλο κόσκινο για βγάλουν τα σκύβαλα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κιλτσίκι :2