ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεσμούκι (ουσ. ουδ.) κεσμούκι [ceˈzmuci] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kesmik = α) μυζήθρα β) σκύβαλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. kesmük (Tietze 2016, λ. kesmük/kesmik Ι).
Σκύβαλα, ό,τι απομένει από το λίχνισμα ό.π.τ. : Κοστσινίσκαν ντα μο το δερμάτι να βκάουν το κεσμούκι (Το κοσκίνιζαν με το μεγάλο κόσκινο για βγάλουν τα σκύβαλα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. κιλτσίκι :2