κερχανατζής
(ουσ. αρσ.)
κερχαναdζής
[cerxanaˈdzis]
Μισθ.
κερχανατσ̑ής
[cerxanaˈtʃis]
Φάρασ.
Απο το τουρκ. ουσ. kerhaneci α) ιδιοκτήτης οίκου ανοχής β) υβριστικός χαρακτηρισμός.
1. Αυτός ο οποίος συχνάζει σε οίκους ανοχής
ό.π.τ.
2. Νταβατζής, σωματέμπορος
ό.π.τ.