ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερχανατζής (ουσ. αρσ.) κερχαναdζής [cerxanaˈdzis] Μισθ. κερχανατσ̑ής [cerxanaˈtʃis] Φάρασ. Απο το τουρκ. ουσ. kerhaneci α) ιδιοκτήτης οίκου ανοχής β) υβριστικός χαρακτηρισμός.
1. Αυτός ο οποίος συχνάζει σε οίκους ανοχής ό.π.τ.
2. Νταβατζής, σωματέμπορος ό.π.τ.