ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεροστούπι (ουσ. ουδ.) τσ̑αραστούπι [tʃaraˈstupi] Φάρασ. τσ̑αραστούπ' [tʃaraˈstup] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κηροστούππιν.
Βαμβακερή κλωστή που χρησιμεύει ως φιτίλι κεριού : Η γρα̈ καμναίνκεν κωστές τσ̑αι τσ̑αραστούπι (Η γριά έφτιαχνε κλωστές και φυτίλια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φτένκαμ' 'σ' βαμbάτσ̑' αν άσπρον τσ̑αραστούπ' (Φτιάχναμε από μπαμπάκι ένα άσπρο κεροστούπι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.