κερκελλίτσα
(ουσ. θηλ.)
κερκελλίτσα
[cerceˈlitsa]
Μισθ.
Πληθ.
κ͑ερκελλίτσις
[kʰerceˈlitsis]
Μισθ.
Aπό το ουσ. κερκέλλι και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Τα κόκκινα σαρκώματα που κρέμονται στο ράμφος κότας
Συνών.
κερκέλλι