κερί
(ουσ. ουδ.)
κερί
[ceˈri]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
τσ̑ερί
[tʃeˈri]
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
τζ̑ερί
[dʒeˈri]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κερίν, το οπ. από αρχ. ουσ. κηρίον.
Κερί
ό.π.τ.
:
Απέσου τ' έσ̑ει κερί του φενέρι
(Μέσα το φανάρι έχει κερί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γήψα δου τσ̑ερί μ'
(Άναψα το κερί μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μέρα μι το μέρα σον το κερί ερίdιζε
(Μέρα με την μέρα έλιωνε σαν το κερί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χίτα να 'νάψεις σον Εζ Μηνά αν τσ̑ερί, να μην φά' ο λύκος το ζο
(Τρέχα να ανάψεις στον Άγιο Μηνά ένα κερί, για να μη φάει ο λύκος το ζώο)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ναφτήνκιν το τσ̑ερί του
(Άναψε το κερί του)
Τσουχούρ.
-VLACH
Γιάφτομ’ ένα κερί ντο 'κόνοσμα ομbρό
(Ανάβουμε ένα κερί μπροστά στο εικόνισμα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Του Γιοβάννη Πρόδρομου, πόσα πεθαμένα έχεις παίρνεις τόσα κεριά και προγιαστό και το νάμα και τση μιρίδα σ'
(Κατά την εορτή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, όσους νεκρούς έχεις στην οικογένεια, τόσα κεριά παίρνεις, και πρόσφορο, και νάμα και το χαρτί με τα ονόματα των νεκρών για το μνημόσυνο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Επει’ής χάην τα̈́τα̈ μ’, κρέιξα να πάου να γήψου ’να τσ̑ερί σου τα̈́τα̈ μ’
(Επειδή είχε πεθάνει ο μπαμπάς μου, ήθελα να πάω ν’ ανάψω ένα κερί στον μπαμπά μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Του Γιοβάννη Πρόδρομου, πόσα πεθαμένα έχεις παίρνεις τόσα κεριά και προγιαστό και το νάμα και τση μιρίδα σ'
(Κατά την εορτή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, όσους νεκρούς έχεις στην οικογένεια, τόσα κεριά παίρνεις, και πρόσφορο, και νάμα και το χαρτί με τα ονόματα των νεκρών για το μνημόσυνο))
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Επει’ής χάην τα̈́τα̈ μ’, κρέιξα να πάου να γήψου ’να τσ̑ερί σου τα̈́τα̈ μ’
(Επειδή είχε πεθάνει ο μπαμπάς μου, ήθελα να πάω ν’ ανάψω ένα κερί στον μπαμπά μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
’ς το δι-έβο αν τζ̑ερί να πάρεις, πά’ έν’ γκαό
(Από τον διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι˙ ό,τι πάρει κάποιος από κακόπιστο άνθρωπο, είναι κέρδος του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.