κερκέλλι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ερκέλλ'
[kʰerˈcel]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
κιρκέλλι
[cirˈceli]
Σινασσ.
κιρκέλλ'
[cirˈcel]
Σίλατ.
χαρχούλι
[xarˈxuli]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. καρκάλλιον = κάλυμμα (< μεταγν. καρακάλλιον < λατιν. caracalla = κουκούλα κεφαλής που κρέμεται και στους ώμους). Για την ετυμολ. της λ. βλ. Κουκουλές (1923: 191-193). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. καρκάλλι, χαρχάλλι, κακάλλι, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kerkel = γαλοπούλα (THADS, λ. kerek IV). Βλ. ΙΛΝΕ, λ. διπλοκαρκαλλάτος. Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγ. από το νεότ. ουσ. κερκέλλι = κρίκος < μεσν. κέρκελλον < λατιν. cercellus.
1. Τα κόκκινα σαρκώματα που κρέμονται κάτω από το ράμφος της κότας ή του πετεινού
Μισθ., Φάρασ.
Συνών.
κερκελλίτσα
3. Σταφυλή
Σινασσ.