ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερπετσιώνας (ουσ.,επίθ.) κιαρπετσ̑ώνας [carpeˈtsçonas] Μισθ. κιαρπετσώνας [carpeˈtsonas] Μισθ. γκιαρπετσ̑ώνας [ɟarpeˈtsçonas] Μισθ. Από το ουσ. κερπίτσι, όπου και τύπ. γκιαρπέτσ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως ουσ., οικοδόμημα κατασκευασμένο με πλίνθους Μισθ.
2. Ως επίθ., πλίνθινος Μισθ. : Κιαρπετσ̑ώνας ντα σπίτια (Τα πλίθινα τα σπίτια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσοιμόδαν σα κιαρπετσώνας δα σπίτια, 'δετσού που χέκιξαν δου άχυρο (Κοιμόνταν στα πλίνθινα τα σπίτια, εκεί που έβαζαν το άχυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.