κερπετσιώνας
(ουσ.,επίθ.)
κιαρπετσ̑ώνας
[carpeˈtsçonas]
Μισθ.
κιαρπετσώνας
[carpeˈtsonas]
Μισθ.
γκιαρπετσ̑ώνας
[ɟarpeˈtsçonas]
Μισθ.
Από το ουσ. κερπίτσι, όπου και τύπ. γκιαρπέτσ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως ουσ., οικοδόμημα κατασκευασμένο με πλίνθους
Μισθ.
2. Ως επίθ., πλίνθινος
Μισθ.
:
Κιαρπετσ̑ώνας ντα σπίτια
(Τα πλίθινα τα σπίτια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσοιμόδαν σα κιαρπετσώνας δα σπίτια, 'δετσού που χέκιξαν δου άχυρο
(Κοιμόνταν στα πλίνθινα τα σπίτια, εκεί που έβαζαν το άχυρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.