κερτίκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ερτ͑ίκι
[kʰerˈtʰici]
Φάρασ.
κερτίκ
[cerˈtik]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kertik = εγκοπή.
2. Εγκοπή, χαρακιά
Φάρασ.