κερτίκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ερτ͑ίκι
[kʰerˈtʰici]
Φάρασ.
κερτίκ
[cerˈtik]
Μαλακ.
καρτούκι
[karˈtuci]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kertik = εγκοπή.
2. Εγκοπή, χαρακιά
Φάρασ.
3. Ανωμαλία του εδάφους
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 22/01/2025