κάνισμα
(ουσ. ουδ.)
κάνισμα
[ˈkanizma]
Φάρασ.
κάσμα
[ˈkazma]
Φάρασ.
Από το ρ. κανίζω (Ι) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
2. Διάρρηξη, ληστεία