ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κανόνας (ουσ. αρσ.) κανόνα [kaˈnona] Ανακ., Αξ., Γούρδ. Από το αρχ. ουσ. κανών. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
1. Εκκλησιαστική τιμωρία ό.π.τ.
2. Θεία τιμωρία Ανακ. : Κανόνα μ’ είναι, τραβώ το (Αφού ο Θεός με τιμωρεί, υποφέρω) Ανακ. -ΙΛΝΕ 7
Τροποποιήθηκε: 17/01/2025