κανόνας
(ουσ. αρσ.)
κανόνα
[kaˈnona]
Ανακ., Αξ., Γούρδ.
Από το αρχ. ουσ. κανών. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
1. Εκκλησιαστική τιμωρία
ό.π.τ.
2. Θεία τιμωρία
Ανακ.
:
Κανόνα μ’ είναι, τραβώ το
(Αφού ο Θεός με τιμωρεί, υποφέρω)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 7