καννάβι
(ουσ. ουδ.)
καννάβι
[kaˈnavi]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. καννάβιν (< αρχ. κάνναβις).
1. Σκοινί
ό.π.τ.
:
Σο χωρίου μας α ναίκα έλντιψαν ντα μι το καννάβι
(Στο χωριό μας έδεσαν μιά γυναίκα με το σκοινί)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Καλλίdζ̑εψεν ντα σ’ α γαϊρίδι, τσ̑ατιέσεν ντο μο ντο καννάβι
(Τον ανέβασε σ’ ένα γάιδαρο, τον έδεσε με το σκοινί)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτε ’ς ε γουΐ ιράστα, για ήτουν πολύ φαθικό τζ̑αι χανdρούκα τζ̑αι καννάβι πάλι τζ̑οὔσ̑ε να βγκάλει νερό
(Βρέθηκε μπροστά σε ένα πηγάδι, αλλά ήταν πολύ βαθύ και δεν είχε κουβά και σκοινί για να βγάλει νερό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ντάιμα σηκούτουν την ευίτσα, μαργαώνκεν μο τη ναίκα του, κουπανίσκεν ντα μο το καννάβι
(Πάντα σηκωνόταν το πρωί, μάλωνε με την γυναίκα του, τη χτυπούσε με το σκοινί)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Του τζ̑ο 'υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ' τι έφκωσα 'λεύρι πάνου
(Όποιος δεν θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει ότι άπλωσα αλεύρι απάνω˙ για φτηνές δικαιολογίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ουργάνι, ράμμα, σοκκάρι, Πβ.
γεντέκι :1