ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάντε (επίρρ.) κάνdε [ˈkande] Φάρασ. κάνdι [ˈkandi] Τσουχούρ. καν [kan] Φάρασ. γκαν [gan] Φάρασ. Από το παλαιότ. τουρκ. επίρρ. kanda = πού (Dawkins 1918: 607).
Ερωτηματικό τοπ. επίρρημα, πού ό.π.τ. : Είπεν ντι κι η ναίκα: «Kάνdε το 'μόνα ο μπαbάς;» (Του είπε και η γυναίκα: «Πού είναι ο δικός μου παπάς;») Φάρασ. -Dawk. Eίπιν του τσ̑οbάνου: «Κάνdι το 'ίδι;» (Είπε στον τσοπάνη: «Πού είναι το γίδι;») Τσουχούρ. -Dawk. Νύφη, κάντι το σκόρτου, τζ̑ο θέτσις γιόχτσαμ; (Νύφη, πού είναι το σκόρδο, μήπως δεν έβαλες;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. πού