καντηλόκκο
(ουσ. ουδ.)
καντηλόκκου
[kandiʹlokku]
Φάρασ.
Από το ουσ. καντήλι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Καντηλάκι
:
Κάτα ημέρα νάφτουμι το καντηλόκκου τσ̑αι φταίνουμ' την ευσ̑ή μας
(Κάθε μέρα ανάβουμε το καντηλάκι και κάνουμε την προσευχή μας)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Τροποποιήθηκε: 15/11/2025