ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντηλόκκο (ουσ. ουδ.) καντηλόκκου [kandiʹlokku] Φάρασ. Από το ουσ. καντήλι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Καντηλάκι : Κάτα ημέρα νάφτουμι το καντηλόκκου τσ̑αι φταίνουμ' την ευσ̑ή μας (Κάθε μέρα ανάβουμε το καντηλάκι και κάνουμε την προσευχή μας) Φάρασ. -Ιορδαν.
Τροποποιήθηκε: 15/11/2025