ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντούνι (ουσ. ουδ.) καdούνι [kaˈduni] Σινασσ. κατούνι [kaˈtuni] Σινασσ. Νεότ. ουσ. καντούνι, το οπ. από το μεσν. ουσ. καντόνι (< βεν. ουσ. canton = γωνία).
1. Κατώφλι, όριο του σπιτιού : Το καdούνι του σπιτιού μου να μη πατήσ' (Το κατώφλι του σπιτιού μου να μην πατήσει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γη, εσίκι :1, κατώφλι
2. Γείσο, άκρη της ταράτσας Συνών. ακρόδωμα