καντούνι
(ουσ. ουδ.)
καdούνι
[kaˈduni]
Σινασσ.
κατούνι
[kaˈtuni]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. καντούνι, το οπ. από το μεσν. ουσ. καντόνι (< βεν. ουσ. canton = γωνία).
2. Γείσο, άκρη της ταράτσας
Συνών.
ακρόδωμα