κάντιο
(ουσ. ουδ.)
κάdιο
[ˈkadʝo]
Ανακ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. κάντιον, το οπ. από το αραβ. ουσ. qandī / ḳand. Πβ. και τουρκ. ουσ. kant = κάντιο.
Κρυσταλλωμένη ζάχαρη
ό.π.τ.